περιφέροντας

περιφέροντας
περιφέρω
carry round
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κριοφόρος — Προσωνυμία που απέδιδαν στον θεό Ερμή οι Ταναγραίοι. Σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός έσωσε την πόλη τους από τον λοιμό, περιφέροντας γύρω από τα τείχη έναν κριό, τον οποίο κρατούσε στους ώμους του. Για να τον ευχαριστήσουν, οι Ταναγραίοι ίδρυσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”